κλιμακώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλιμακώνομαι < κλιμακώνω

κλιμακώνομαι

  1. οξύνομαι, ανεβαίνω σημαντικά σε μια κλίμακα, διαβάθμιση: χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο ενεστώτα και αποκλειστικά για άψυχα ή αφηρημένα ουσιαστικά
    Οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο
    Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]