κοινωνική αποστασιοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινωνική αποστασιοποίηση < → δείτε τις λέξεις κοινωνικός και αποστασιοποίηση, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική social distancing • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

κοινωνική αποστασιοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]