κοιτάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοιτάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος κοιτάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κοιτάζομαι
- → δείτε τη λέξη κοιτάζω: κοιτάζω / παρατηρώ τον εαυτό μου
- κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διόρθωσε βιαστικά τα μαλλιά του
- πηγαίνω σε έναν γιατρό για να με εξετάσει
- πήγαινε να κοιταχτείς σε κάνα γιατρό