κομματοσκυλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομματοσκυλιάζω < κόμμα + σκυλιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κομματοσκυλιάζω

  1. οργίζομαι υπερβολικά και επίμονα, σχεδόν όπως ο εξαγριωμένος σκύλος σε κομματική αντιπαραβολή
    σκυλιάζω απ' το κακό μου για ... (πολιτικό κόμμα ή αρχηγό του κόμματος...)
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι υπό κομματικό παραλήρημα υπέρ ή κατά.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]