κομματοσκυλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κομματοσκυλιάζω
- οργίζομαι υπερβολικά και επίμονα, σχεδόν όπως ο εξαγριωμένος σκύλος σε κομματική αντιπαραβολή
- σκυλιάζω απ' το κακό μου για ... (πολιτικό κόμμα ή αρχηγό του κόμματος...)
- (μεταφορικά) βρίσκομαι υπό κομματικό παραλήρημα υπέρ ή κατά.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομματοσκυλιάζω
|