κοναβέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοναβέω < κόναβος (ο αχός της μάχης}

Ρήμα[επεξεργασία]

κοναβέω-κοναβῶ και κοναβίζω

  1. προκαλώ έντονο θόρυβο, βγάζω κλαγγή
    ἔφατ᾽, Ἀργεῖοι δὲ μέγ᾽ ἴαχον, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν,
  2. ψοφώ ή πεθαίνω


Συγγενικά[επεξεργασία]