κονσοματέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονσοματέρ < γαλλική consommateur < consommer +‎ -ateur < λατινικά consummo < con + summo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονσοματέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: κονσοματρίς)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]