κοντανασαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κοντανασαίνω
- δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, αναπνέω με μικρές και γρήγορες εισπνοές και εκπνοές, συνήθως λόγω έντονης προσπάθειας