κοντοβράκες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κοντοβράκες αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοντοβράκης

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κοντοβράκες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοντοβράκα