κοντοβράκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντοβράκα θηλυκό
- (παρωχημένο, σπάνιο) κοντή βράκα που φορούσαν σε κάποιες φορές παλαιότερα (μέχρι τα γόνατο, αντί για τις συνηθισμένες βράκες)
- ※ Η μάνα του τού ύφαινε καθαρές κοντοβράκες κι ο Μαμιός έφερνε τότε μια βόλτα περήφανος στην πλατεία, για να δει αν είχε τίποτα νέο να της φέρει ως ανταμοιβή (Μάρα Μεϊμαρίδη, Ντάσταρ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011, [1])
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντοβράκα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοντο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)