κουτρούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουτρούλης < *κουτροτρούλης με απλολογία: *κου(τρο)τρούλης < κούτρ(α) + -ο- + τροῦλ(λ)(ος) + -ης, κυριολεκτικά: που το κεφάλι του (η κούτρα του) είναι λείο σαν τρούλος[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]κουτρούλης (στο αρσενικό γένος - για θηλυκό γένος, δείτε κουτρουλός)
- (και ως παρατσούκλι) κουρεμένος, φαλακρός
- άλλες μορφές: κούτρουλος, κουτρουλός
Παράγωγα
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]κουτρούλης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: Κουτρούλης στη νεοελληνική φράση του Κουτρούλη ο γάμος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κουτρούλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- κουτρούλης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].