κουφωμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
κουφωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κουφωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κουφωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κουφωμένος