κούρτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούρτη < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική curits

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούρτη θηλυκό

    1. παλάτι
    2. αυλή ηγεμόνα
    1. συγκέντρωση, συμβούλιο ευγενών στην Πελοπόννησο
    2. δικαστήριο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]