κόρτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόρτε < από την ιταλική φράση fare la corte < (άμεσο δάνειο) ιταλική corte (πριγκιπική ακολουθία, αυλή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόρτε ουδέτερο άκλιτο
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόρτε
|