κρεολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεολή → δείτε τη λέξη κρεολός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεολή θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κρεολή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κρεολός
- γλωσσολογία → δείτε κρεολή γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κρεολός
κρεολή
|