κρούσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κρούσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρούω
- θα κρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρούω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κρούσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρούση