κυνηγιάρικων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυνηγιάρικων
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (κυνηγιάρικο) του κυνηγιάρης
- γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του κυνηγιάρικος