κυσοδόκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυσοδόκη < κυσός (πρωκτός) + -δόκη (< αρχαία ελληνική δέχομαι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυσοδόκη θηλυκό

  • άλλη γραφή του κυσοδόχη
    ※  υπετόπησεν εμέ πρόξενον είναι της κοινωνίας, και δια των οικετών αναρπάσασα παραχρήμα μεν εν κυσοδόκη δήσασα κατέσχεν, εις την υστεραίαν δε παρά τον εαυτής ήγαγε πατέρα (Αλκίφρων, 3.72, οβ΄ Οινοχάρων Ραφανοχορτάσω [1])

Πηγές[επεξεργασία]