κόβω τα φτερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κόβω τα φτερά (κάποιου], σε κάποιον)
- αποθαρρύνω κάποιον με οδυνηρό και τελεσίδικο τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- του/της/τους κόβω τα φτερά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κόβω τα πόδια σε κάποιον
- κόβω την φόρα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- ανεβάζω το ηθικό κάποιου
- δίνω φτερά σε κάποιον
- βγάζω από το καβούκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόβω τα φτερά
|
Πηγές[επεξεργασία]
- κόβω τα φτερά - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.