κόντουρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόντουρος < (κοντός) κοντ- + οὐρ(ά) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

κόντουρος

  1. που έχει κομμένη ή κοντή ουρά, κολοβός, κολοβωμένος
  2. κοντός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

ουσιαστικοποιημένα:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόντουρος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]