λάγιαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάγιαση < θέμα λαγια- (ρήμα λαγιάζω) + -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈla.ʝa.si/ προσέγγιση προφοράς στην κοινή νεοελληνική - με συνίζηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λάγιαση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • δεν έκαμε λάγιαση, ήδη το 1892, Κρήτη - Κέντρον[sic] ερεύνης της ελληνικής λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών