λάμνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάμνω < μεσαιωνική ελληνική λάμνω < αρχαία ελληνική ἐλαύνω - το αρχικό άτονο φωνήεν αποβλήθηκε και το σύμπλεγμα υν (vn) τράπηκε σε μν (πρβλ εὔνοστος > ἔμνοστος)

λάμνω (χωρίς συνοπτικούς χρόνους)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. λάμνω έλαμνα θα λάμνω να λάμνω λάμνοντας
β' ενικ. λάμνεις έλαμνες θα λάμνεις να λάμνεις λάμνε
γ' ενικ. λάμνει έλαμνε θα λάμνει να λάμνει
α' πληθ. λάμνουμε λάμναμε θα λάμνουμε να λάμνουμε
β' πληθ. λάμνετε λάμνατε θα λάμνετε να λάμνετε λάμνετε
γ' πληθ. λάμνουν(ε) έλαμναν
λάμναν(ε)
θα λάμνουν(ε) να λάμνουν(ε)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]