λίφτινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λίφτινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική lifting ή face-lifting < lift
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈli.ftiŋg/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐φτινγκ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λίφτινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (ιατρική) πλαστική επέμβαση στην οποία το δέρμα τεντώνεται ώστε να εξαφανιστούν οι ρυτίδες
- (μεταφορικά, σκωπτικό) η επιφανειακή αλλά όχι πραγματική αλλαγή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λίφτιγκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)