λίφτινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λίφτινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική lifting ή face-lifting < lift

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈli.ftiŋg/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λί‐φτινγκ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λίφτινγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ιατρική) πλαστική επέμβαση στην οποία το δέρμα τεντώνεται ώστε να εξαφανιστούν οι ρυτίδες
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) η επιφανειακή αλλά όχι πραγματική αλλαγή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]