λαδομπογιατίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαδομπογιατίζω < λάδ(ι) + -ο- + μπογιατίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]λαδομπογιατίζω
- βάφω ή ζωγραφίζω με λαδομπογιά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- λαδομπογιά
- → δείτε τις λέξεις λάδι και μπογιά
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαδομπογιατίζω | λαδομπογιάτιζα | θα λαδομπογιατίζω | να λαδομπογιατίζω | λαδομπογιατίζοντας | |
β' ενικ. | λαδομπογιατίζεις | λαδομπογιάτιζες | θα λαδομπογιατίζεις | να λαδομπογιατίζεις | λαδομπογιάτιζε | |
γ' ενικ. | λαδομπογιατίζει | λαδομπογιάτιζε | θα λαδομπογιατίζει | να λαδομπογιατίζει | ||
α' πληθ. | λαδομπογιατίζουμε | λαδομπογιατίζαμε | θα λαδομπογιατίζουμε | να λαδομπογιατίζουμε | ||
β' πληθ. | λαδομπογιατίζετε | λαδομπογιατίζατε | θα λαδομπογιατίζετε | να λαδομπογιατίζετε | λαδομπογιατίζετε | |
γ' πληθ. | λαδομπογιατίζουν(ε) | λαδομπογιάτιζαν λαδομπογιατίζαν(ε) |
θα λαδομπογιατίζουν(ε) | να λαδομπογιατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαδομπογιάτισα | θα λαδομπογιατίσω | να λαδομπογιατίσω | λαδομπογιατίσει | ||
β' ενικ. | λαδομπογιάτισες | θα λαδομπογιατίσεις | να λαδομπογιατίσεις | λαδομπογιάτισε | ||
γ' ενικ. | λαδομπογιάτισε | θα λαδομπογιατίσει | να λαδομπογιατίσει | |||
α' πληθ. | λαδομπογιατίσαμε | θα λαδομπογιατίσουμε | να λαδομπογιατίσουμε | |||
β' πληθ. | λαδομπογιατίσατε | θα λαδομπογιατίσετε | να λαδομπογιατίσετε | λαδομπογιατίστε | ||
γ' πληθ. | λαδομπογιάτισαν λαδομπογιατίσαν(ε) |
θα λαδομπογιατίσουν(ε) | να λαδομπογιατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαδομπογιατίσει | είχα λαδομπογιατίσει | θα έχω λαδομπογιατίσει | να έχω λαδομπογιατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαδομπογιατίσει | είχες λαδομπογιατίσει | θα έχεις λαδομπογιατίσει | να έχεις λαδομπογιατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαδομπογιατίσει | είχε λαδομπογιατίσει | θα έχει λαδομπογιατίσει | να έχει λαδομπογιατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαδομπογιατίσει | είχαμε λαδομπογιατίσει | θα έχουμε λαδομπογιατίσει | να έχουμε λαδομπογιατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαδομπογιατίσει | είχατε λαδομπογιατίσει | θα έχετε λαδομπογιατίσει | να έχετε λαδομπογιατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαδομπογιατίσει | είχαν λαδομπογιατίσει | θα έχουν λαδομπογιατίσει | να έχουν λαδομπογιατίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαδομπογιατίζω
|