λακίζοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /laˈci.zon.das/
Μετοχή[επεξεργασία]
λακίζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λακίζω
λακίζοντας άκλιτο