λακώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /laˈkon.das/
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
λακώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λακάω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- λακίζοντας (του λακίζω)