λευκαντικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκαντικό ουδέτερο
- ειδική χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την λεύκανση των ρούχων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λευκαντικό
- αιτιατική ενικού του λευκαντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λευκαντικός