λευκαντικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λευκαντικό ουδέτερο

  • ειδική χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την λεύκανση των ρούχων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

λευκαντικό