λευκών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λευκών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του λεύκα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λευκών
- γενική πληθυντικού του λευκός
- γενική πληθυντικού του λευκή
- γενική πληθυντικού του λευκό