λιθοστρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λιθοστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιθοστρώνω
- θα λιθοστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιθοστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λιθοστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λιθόστρωση