Μετάβαση στο περιεχόμενο

λογάριν

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λογάριν ουδέτερο, (επίσης αποτελεί κυπριακό και ποντιακό ιδίωμα)

  • άλλη μορφή του λογάριον
      πιθανόν 15ος αιώνας ή νωρίτερα - Ἐρωτοπαίγνια, ανωνύμου, στ. 568 (στίχοι 567-568) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἐσ’ εἶσαι, τὸ ἄστρον τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ κάμπου τὸ λουλούδι,
    καὶ χώρα πολυζήλευτος μὲ τὸ πολὺν λογάριν·
      πιθανόν 15ος αιώνας, Ιμπέριος και Μαργαρώνα, έμμετρη μυθιστορία, ανωνύμου, στ. 509
    Ἐπαίρνει πρᾶγμαν ἄπειρον, ἀρίθμητον λογάριν.
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αετός, Αθήνα 1955, σελ. 225

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

 δείτε και τη λέξη λογαριάζω


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογάριν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογάριον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λογάριν ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]