λούσου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λουσού

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λούσου

  1. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λούζομαι

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λούσου ουδέτερο

  1. γενική ενικού του λούσο