λυτρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]λυτρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λυτρώνω
- θα λυτρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λυτρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]λυτρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λύτρωση