μήνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μήνη < αρχαία ελληνική μήνη
- μήνη < αρχαία ελληνική μήνις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μήνη θηλυκό
- αντικείμενο με σχήμα ημισελήνου στο πρώτο τέταρτο
- ※ Η γέννηση μιας σπειραματικής μήνης - Birth of a glomerular crescent (Π. Πατεινάκης, Ι. Ευστρατίου, Δ. Παπαδοπούλου, semanticscholar.org, 15/4/2020 [1])
- οργή
- ※ Ήταν τόσο έντονη και αποτελεσματική η δραστηριότητά του αυτή που προκάλεσε τη μήνη των αρχών κατοχής (Ευστάθιος Μπάτης, Εκ της θαλάσσης τα κρείττω, σελ. 49, 2001)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μήνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μήνη < μήν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μήνη θηλυκό
- η σελήνη
- ο μηνίσκος: η ημισέληνος ή οτιδήποτε έχει τέτοιο σχήμα
- διάταξη μάχης με σχήμα ημισελήνου
- κάλυμμα που τιθόταν στο κεφάλι των ανδριάντων, για να τα προστατεύει από τις κουτσουλιές των πουλιών
- κόσμημα με μηνοειδές σχήμα