μήτινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μήτινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική meeting με μεταγραμματισμό του ⟨ee⟩ > ⟨η⟩. Δείτε μίτινγκ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmi.tiŋɡ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μή‐τινγκ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μήτινγκ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μήτινγκ
→ δείτε τη λέξη μίτινγκ |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)