μαγειρικό λίπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγειρικό λίπος < → δείτε τις λέξεις μαγειρικός και λίπος
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μαγειρικό λίπος ουδέτερο
- λίπος που χρησιμοποιείται στο φαγητό κατά τη διαδικασία του μαγειρέματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγειρικό λίπος
|