μακραίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακραίων < αρχαία ελληνική μακραίων
Επίθετο
[επεξεργασία]μακραίων αρσενικό ή θηλυκό (γενική: μακραίωνος)
- που διαρκεί πολλούς αιώνες
- Η Ελλάδα κατά τη μακραίωνα ιστορία της...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακραίων
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακραίων αρσενικό ή θηλυκό