μαντική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντική < από το θηλυκό του αρχαιοελληνικού επιθέτου μαντικός,ή,όν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντική θηλυκό
- η μαντική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα, το επάγγελμα του μάντι
- το επάγγελμα που ασκούν όσοι αμοίβονται υποστηρίζοντας ότι προλέγουν το μέλλον ή ότι μαντεύουν τις σκέψεις άλλων ανθρώπων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαντική