μαστροπεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστροπεύω < αρχαία ελληνική μαστροπεύω[1] < μαστροπός
Ρήμα
[επεξεργασία]μαστροπεύω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστροπεύω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μαστροπεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.