μελέτησα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /meˈle.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λέ‐τη‐σα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μελέτησα
- α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος μελετάω / μελετώ