μελανιάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μελανιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μελανιάζω
- θα μελανιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μελανιάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μελανιάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μελανίαση