μερίνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερίνο < (λόγιο δάνειο) ισπανική merino → και δείτε τη λέξη μερινός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρί‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μερίνο ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]