μερίνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερίνο < (λόγιο δάνειο) ισπανική merino → και δείτε τη λέξη μερινός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /meˈɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρί‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μερίνο ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του μερινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μερίνο
|
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)