Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεσαστέρι

Από Βικιλεξικό

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσαστέρι < (μέσος) μεσ- + ἀστέρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεσαστέρι ουδέτερο