άστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | άστρο | άστρα |
γενική | άστρου | άστρων |
αιτιατική | άστρο | άστρα |
κλητική | άστρο | άστρα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άστρο < αρχαία ελληνική ἄστρον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άστρο ουδέτερο
- (αστρονομία) φωτεινό ουράνιο σώμα, όπως είναι ορατό από τη γη
- σύμβολο: *
- τα ουράνια σώματα ως κάτι που προαναγγέλλει το μέλλον
- έχει άστρο: είναι προορισμένος από τη μοίρα να πετύχει
- (μεταφορικά) (+ γενική προσώπου) η λάμψη, η επιτυχία ενός ανθρώπου στον καλλιτεχνικό κυρίως χώρο
- μετά από αυτές τις περιπέτειες το άστρο του διάσημου τραγουδιστή άρχισε να δύει
- ομοίωμα (ζωγραφισμένο ή χάρτινο ή από άλλο υλικό) φωτεινής πηγής στον ουρανό με πέντε (πεντάλφα) ή έξι ακτίνες
- το άστρο του Δαβίδ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Θέμα αστρο-
Θέμα αστερ-
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άστρο
→ δείτε τη λέξη: αστέρι |