αστράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστράκι τα αστράκια
      γενική
    αιτιατική το αστράκι τα αστράκια
     κλητική αστράκι αστράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστράκι < υποκοριστικό του άστρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστράκι ουδέτερο

  1. (φυτό) λουλούδι του γένους Aster
  2. ζυμαρικό μικρού μεγέθους σε σχήμα άστρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]