έναστρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έναστρος < αρχαία ελληνική ἔναστρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛ.nas.tɾɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
έναστρος, -η, -ο
- αυτός που έχει άστρα
- ήταν ξαπλωμένος και αγνάντευε τον έναστρο ουρανό