étoilé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étoilé | étoilés |
θηλυκό | étoilée | étoilées |
Επίθετο
[επεξεργασία]étoilé (fr)
- έναστρος
- le ciel étoilé - ο έναστρος ουρανός