μεσονυχτίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]μεσονυχτίς
- μεσάνυχτα
- στη μέση της νύχτας
- Τρελὸς μουσώνας ράγισε μεσονυχτὶς τὰ ρέλια. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσονυχτίς