μεταμφιέσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεταμφιέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταμφιέζω
- θα μεταμφιέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταμφιέζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μεταμφιέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταμφίεση