μεταπλαστά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταπλαστά < μεταπλαστός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]μεταπλαστά
- με μεταπλαστό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταπλαστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεταπλαστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταπλαστός