μιντρέιντζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιντρέιντζ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) μεγάφωνο αναπαραγωγής μεσαίων ακουστικών συχνοτήτων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνηθίζεται η αγγλική γραφή της λέξης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιντρέιντζ
|