μιρίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιρίν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 味醂 ή みりん, (μιρίν)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιρίν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]